- υμενόπτερα
- τα, Νζωολ. βλ. υμενόπτερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑμενόπτερα — ὑμενόπτερος mem brane winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
ωοαποθέτης — Όργανο των θηλυκών εντόμων (κυρίως ορθόπτερα και υμενόπτερα), με το οποίο διοχετεύουν τα αβγά τους στο έδαφος ή στους ιστούς ζωικών και φυτικών οργανισμών, όπου το έμβρυο μπορεί να βρει το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάπτυξή του. Λέγεται… … Dictionary of Greek
εντομολογία — Η επιστήμη που μελετά τα έντομα. Η ε. είναι ένας από τους κλάδους της ζωολογίας που έχει μελετηθεί περισσότερο, όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και από ερασιτέχνες, συχνά άριστους, τους οποίους προσέλκυσε ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία… … Dictionary of Greek
κλέπτης — ο (AM κλέπτης) 1. βλ. κλέφτης 2. ζωολ. έντομο τής οικογένειας ρυσιδίδες, τής τάξης υμενόπτερα … Dictionary of Greek
λυσίφλεβος — ο ζωολ. γένος εντόμων τής τάξης υμενόπτερα, παράσιτα τών αφίδων, που είναι πολύ ωφέλιμα, γιατί συμβάλλουν στην καταπολέμηση τών βλαβερών εντόμων … Dictionary of Greek
μεγάστιγμα — το ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας χαλκιδίδες, που ζουν συμβιωτικώς με άλλα υμενόπτερα ή δίπτερα έντομα … Dictionary of Greek
μελιγόνος — ο (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα μελιγόνα ζωολ. υμενόπτερα έντομα που έχουν την ιδιότητα να μετατρέπουν το νέκταρ τών ανθέων σε μέλι … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
ολιγονεόπτερα — τα εντομολ. κατηγορία εντόμων στην οποία ανήκουν οι τάξεις κολεόπτερα, νευρόπτερα, μηκόπτερα, σιφωνάπτερα και υμενόπτερα … Dictionary of Greek